- απόγεμα
- τοβλ. απόγευμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόγεμα — ματινός κ.λπ. βλ. απόγευμα … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek
μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο … Dictionary of Greek
Καλοκύρης, Δημήτρης — (Ρέθυμνο 1948 –). Γραφίστας και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως γραφίστας, επιμελητής και σχεδιαστής διαφόρων εντύπων. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού και των εκδόσεων Τραμ… … Dictionary of Greek
παμπ — (pub). Τυπικό εγγλέζικο κέντρο, που συνδιάζει χαρακτηριστικά ταβέρνας, γαλλικού μπιστρό και ιταλικού μπαρ. Είναι μαγαζί εξουσιοδοτημένο να σερβίρει οινοπνευματώδη, αλλά υπό προϋποθέσεις: για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης δεν πρέπει να σερβίρει έναν… … Dictionary of Greek
αναπλωρίζω — ισα, στρέφω το πλοίο με την πλώρη αντίθετα προς τον άνεμο: Το απόγεμα αναπλωρίσαμε περιμένοντας να καλμάρει ο καιρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόγευμα — το, ατος και απόγεμα, το και απόγιομα, το το μέρος της ημέρας από το μεσημέρι ως τη δύση του ήλιου, δειλινό, απομεσήμερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατά(γ)ιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν έδωσαν τροφή, δεν τον τάισαν: Άφησες το παιδί ατάιστο όλο το απόγεμα. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Φωνάζει αυτός, γιατί τον αφήσαμε ατάιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαδειάζω — ξάδειασα 1. τελειώνω τις δουλειές μου: Μπήκα στην κουζίνα και ξάδειασα το απόγεμα. 2. έχω καιρό, ευκαιρώ: Δεν ξαδειάζει από τα κουτσομπολιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)